υδροτροπία

υδροτροπία
η, Ν
χημ. ο υδροτροπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. γαλλ. hydrotropie (< υδρ[ο]-* + τρέπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυοτροπία — Το φαινόμενο της επίδρασης των διαλυμένων ουσιών στις μοριακές ιδιότητες του διαλύτη (ιξώδες, επιφανειακή τάση κλπ.). Ο όρος λ. χρησιμοποιείται και για την αύξηση της διαλυτότητας των δυσδιάλυτων ουσιών, η οποία πραγματοποιείται υπό την επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • υδροτροπισμός — ο, Ν 1. βιολ. μορφή χημειοτροπισμού κατά την οποία το νερό αποτελεί τον προσανατολιστικό παράγοντα και η οποία συνίσταται σε διαφοροποιημένη αύξηση ενός φυτικού οργάνου, που προκαλείται από την άνιση κατανομή τού εδαφικού νερού σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”